αυνανισμός

αυνανισμός
Η τεχνητή πρόκληση αφροδίσιου οργασμού στους άντρες και στις γυναίκες. Ο α. παρατηρείται συνήθως στην αρχή της εφηβείας, συχνά όμως και στη διάρκεια της παιδικής ηλικίας, οπότε είναι μάλλον ακίνδυνος (ψευδοαυνανισμός). Οι συνέπειες του α. είναι κυρίως ψυχολογικές (νευρώσεις, καταθλιπτικές καταστάσεις) και όχι, όπως πίστευαν παλαιότερα, βιολογικές.
* * *
ο
διέγερση των γεννητικών οργάνων μέχρι την επίτευξη οργασμού, με κάθε μέσο εκτός της συνουσίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αυνανισμός — ο η ικανοποίηση της αφροδίσιας ορμής με τεχνητά μέσα, η μαλακία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αυνανίζομαι — [αυνανισμός] επιδίδομαι σε αυνανισμό, μαλακίζομαι …   Dictionary of Greek

  • αιδοιίτιδα — Φλεγμονή του βλεννογόνου των εξωτερικών γεννητικών οργάνων της γυναίκας. Η φλεγμονή αυτή οφείλεται στην εγκατάσταση και τον πολλαπλασιασμό μικροβίων στο πλακώδες επιθήλιο του αιδοίου και οφείλεται είτε σε τραυματισμό (ρήξη του υμένα, αυνανισμός κ …   Dictionary of Greek

  • αιδοιοκολπίτιδα — Φλεγμονή που παρουσιάζεται στο αιδοίο (αιδοιίτιδα) και επεκτείνεται στον κόλπο (κολπίτιδα), ή αντίθετα. Μπορεί επίσης να προσβάλλει τη μήτρα (μητρίτιδα) και τις σάλπιγγες (σαλπιγγίτιδα). Κυριότερη αιτία για την εμφάνιση της πάθησης αυτής είναι η… …   Dictionary of Greek

  • αυτοϊκανοποίηση — η 1. το να είναι κανείς ικανοποιημένος από τον εαυτό του, τις επιδόσεις του ή τις ενέργειές του 2. αυνανισμός …   Dictionary of Greek

  • μαλάκισμα — το [μαλακίζομαι] 1. η μαλακία, ο αυνανισμός 2. η αποχαύνωση …   Dictionary of Greek

  • μαλακία — Μεγάλο φύλο του ζωικού βασιλείου, το οποίο περιλαμβάνει ζώα με μαλακό σώμα –όπως υποδηλώνει και η ονομασία τους– το οποίο βρίσκεται μέσα σε ένα σκληρό ασβεστολιθικό κέλυφος. Στερούνται μεταμέρειας και έχουν αμφίπλευρη συμμετρία, η οποία μερικές… …   Dictionary of Greek

  • τρόμπα — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαίας προέλευσης, το οποίο για μεγάλο διάστημα χρησιμοποιήθηκε μόνο για στρατιωτικά σαλπίσματα. Οι αρχαίες τ., κυρίως από ορείχαλκο και ασήμι, είχαν διάφορες μορφές και ονομασίες: π.χ. τούμπα (σάλπιγγα), ένας ίσιος και… …   Dictionary of Greek

  • Αυνάν — Βιβλικό πρόσωπο. Ήταν ο γιος του Ιούδα, που είχε γονείς τον Ιακώβ και τη Χαναναία Σανά. Όταν ο μεγαλύτερος αδελφός του πέθανε, ο Α., σύμφωνα με το εβραϊκό έθιμο, νυμφεύτηκε τη χήρα του αδελφού του Ηρ, με την οποία όμως δεν ήθελε να τεκνοποιήσει… …   Dictionary of Greek

  • Θάμαρ — I Πόλη της Ιουδαίας. Αναφέρεται από τον γεωγράφο Πτολεμαίο ως Θαμάρ Θαμαρώ. Η τοποθεσία της παραμένει άγνωστη. II Όνομα βιβλικών προσώπων. 1. Χαναναία. Παντρεύτηκε τον Hρ, πρωτότοκο γιο του Ιούδα και εγγονό του Ιακώβ. Όταν πέθανε ο Hρ χωρίς να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”